-
1 πάτωμα
[паотма] ουσ. о. пол, доснятый настил, этаж,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πάτωμα
-
2 этаж
этаж м το πάτωμα, ο όροφος; первый \этаж το ισόγειο; второй \этаж το πρώτο πάτωμα, ο πρώτος όροφος* * *мτο πάτωμα, ο όροφοςпе́рвый эта́ж — το ισόγειο
второ́й эта́ж — το πρώτο πάτωμα, ο πρώτος όροφος
-
3 пол
пол 1-а (полу), προθτ. о -е, на -у, в -у, πλθ. -ы α.πάτωμα, δάπεδο•деревянный пол ξύλινο πάτωμα•
паркетный пол παρκέ πάτωμα•
земляной пол χωμάτινο πάτωμα.
пол 2-а, πλθ. полы-ов α. το φύλο•мужской пол το ανδρικό φύλο•
женский пол το γυναικείο φύλο•
лица обоего -а πρόσωπα των δύο φύλλων•
сильный пол το ανδρικό φύλο•
слабый пол το αδύνατο φύλο (οι γυναίκες)•
нежный пол το τρυφερό φύλο (οι γυναίκες)•
прекрасный пол το ωραίο φύλλο (γυναικείο).
-
4 этаж
этажм ὁ ὅροφος, τό πάτωμα:первый \этаж τό ἰσόγειο· второй \этаж τό πρώτο πάτωμά на третьем \этаже́ στό δεύτερο πάτωμα. -
5 стлать
стелю, стелешьρ.δ.μ.1. στρώνω•-ковр на пол στρώνω το χαλί στο πάτωμα•
постель στρώνω το κρεβάτι.
2. απλώνω•стлать лн απλώνω το λινάρι.
3. φτιάχνω•стлать пол φτιάχνω (στρώνω) το πάτωμα, σανιδώνω το πάτωμα• πατώνω.
1. στρώνομαι. || απλώνομαι, εκτείνομαι.2. (απλ.) στρώνω το κρεβάτι μου•на ночь ετοιμάζω το κρεβάτι μου.
-
6 пол
I.(нижний настил в помещении, по которому ходят) το δάπεδο, το πάτωμαмозаичный - μωσαϊκό -, ψηφιδωτό -паркетный - το παρκέτο (ξεν.), το πάτωμα παρκέплиточный - από πλάκες/πλακάκιαII.биол. το φύλοмужской - αρσενικό -, ο άρρηνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пол
-
7 бельэтаж
бельэтаж м 1) театр, о (πρώτος) εξώστης 2) (дома ) το πρώτο πάτωμα* * *м1) театр. ο (πρώτος) εξώστης2) ( дома) το πρώτο πάτωμα -
8 второй
второй δεύτερος \второй этаж το πρώτο πάτωμα \второйого числа στις δύο του μήνα* * *второ́й этаж — το πρώτο πάτωμα
второ́го числа́ — στις δύο του μήνα
-
9 нижний
нижний 1) κατώτερος, από κάτω· \нижний этаж το κάτω πάτωμα 2): \нижнийее бельё το εσώρουχο* * *1) κατώτερος, από κάτωни́жний эта́ж — το κάτω πάτωμα
2)ни́жнее бельё — το εσώρουχο
-
10 пол
I пол I м (настил) το πάτωμα II пол II м биол. το φύλο· το γένος* * *I м( настил) το πάτωμαII м биол.το φύλο; το γένος -
11 пол
пол Iм τό πάτωμα:деревянный (каменный) \пол τό σανιδένιο (πέτρινο) πάτωμα· паркетный \пол τό παρκέτο.пол IIм биол. τό φΰλον:мужской \пол τό ἀνδρικόν φῦλον женский \пол τό γυ-ναικείον φῦλον обоего \пола ἄνδρες καί γυναίκες, ἀρσενικά καί θηλυκά· ◊ прекрасный \пол шутл. τό ὠραῖον φῦλον. -
12 валять
ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о1. κυλίω, κυλώ•в снегу κυλώ στο χιόνι•
валять в муке κυλώ στο αλεύρι•
валять в грязи κυλώ στη λάσπη•
валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).
2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.1. κυλιέμαι, κυλίομαι.2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.
|| πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.
εκφρ.- на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•на дороге ή на улице ή на полу – κ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα. -
13 верхотура
-ы θ. (απλ.) το άνω μέρος, το επάνω πάτωμα•жить на -е ζω στο επάνω πάτωμα•
свалиться с -ы πέφτω από πάνω, από ψηλά.
-
14 катать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•катать брёвна κυλώ κούτσουρα•
катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.
2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•катать проволоку συρματοποιώ.
6. βλ. валить (2 σημ.).7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•
катать на велосипеде ποδηλα-τώ•
катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.
3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.
εκφρ.катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια. -
15 подэтаж
горн. о υποώροφος, το υπο-πάτωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подэтаж
-
16 половой
I.(для мытья, подметания пола) του πατώματος, για το πάτωμα.II.биол. (связанный с отношениями полов) γεννητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > половой
-
17 этаж
ο όροφος, το πάτωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > этаж
-
18 верхний
верхний ανώτερος, υψηλό τερος" \верхний этаж το επάνω πά τωμα \верхнийяя одежда το πανω φόρι* * *ανώτερος, υψηλότεροςве́рхний эта́ж — το επάνω πάτωμα
ве́рхняя оде́жда — το πανωφόρι
-
19 бельэтаж
бельэтажм1. (второй этаж) τό μεσαϊο[ν] πάτωμα, ὁ μεσόροφος;2. (в театре) ὁ πρώτος ἐξώστης τοῦ θεάτρου. -
20 валять
валятьнесов1. κυλῶ, σέρνω, τσουλῶ:\валять в муке πασαλείβω μέ ἀλεύρι; \валять по полу σέρνω χάμου, τσουλώ στό πάτωμα;2. (валенки и т. ἡ.) γναφεύω, γνάφω; ◊ \валять дурака κάνω σαχλαμάρες, κάνω τόν βλάκα.
См. также в других словарях:
πάτωμα — το [πατώνω] 1. η πράξη τού πατώνω, η κατασκευή πατώματος 2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό 3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες 4. κάθε όροφος… … Dictionary of Greek
πάτωμα — το 1. ξύλινο δάπεδο ή το δάπεδο γενικά. 2. όροφος: Σπίτι με δύο πατώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… … Dictionary of Greek
μεσοπάτωμα — το 1. το μεσαίο πάτωμα μιας οικοδομής 2. το πάτωμα, ο όροφος που παρεμβάλλεται μεταξύ τού ισογείου και τού πρώτου ορόφου, ο ημιόροφος … Dictionary of Greek
οδόντωμα — το 1. το τμήμα που προεξέχει στο άκρο ξύλινων, μαρμάρινων ή μεταλλικών εξαρτημάτων και χρησιμεύει στη συνένωσή τους με άλλα όμοια, με εναλλασσόμενη προσαρμογή τών εσοχών τού ενός στις εξοχές τού άλλου 2. η οδόντωση τού οδοντωτού τροχού 3. το… … Dictionary of Greek
ούδας — οὖδας και οὔαδας, τό (Α) (ποιητ. τ.) 1. η επιφάνεια τής γης, το έδαφος («πρὸς οὖδας πεσεῑν», Ευρ.) 2. το δάπεδο, το πάτωμα δωματίου ή σπιτιού 3. παροιμ. «ἐπ οὔδεϊ φῶτα καθίζω τινά» καταβάλλω κάποιον, βάζω κάποιον να καθίσει στο πάτωμα, αφού τον… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Tania Tsanaklidou — (griechisch Τάνια Τσανακλίδου, * 9. April 1952 in Drama) ist eine griechische Sängerin und Schauspielerin. Sie wuchs in Thessaloniki auf, wo sie bereits im Alter von acht Jahren am Theater für Kinder von Marie Soidou auf der Bühne stand.… … Deutsch Wikipedia